- μεσόμφαλον
- μεσόμφαλοςin mid-navelmasc/fem acc sgμεσόμφαλοςin mid-navelneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσόλοφον — μεσόλοφον, τὸ (Μ) 1. το όρος ή ο λόφος που βρίσκεται στο μέσο 2. ως κύριο όν. τὸ Μεσόλοφον ένας από τους επτά λόφους τής Κωνσταντινούπολης, αλλ. μεσόμφαλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + λόφος] … Dictionary of Greek
μεσόμφαλος — μεσόμφαλος, ον (ΑM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόμφαλον το μεσόλοφον* αρχ. (για το ιερό τού Απόλλωνος στους Δελφούς) αυτός που βρίσκεται στο μέσο τού ομφαλού τής Γης, στο κέντρο τών Δελφών («ἐν μεσομφάλοις Πυθικοῑς χρηστηρίοις», Αισχύλ.) 2. αυτός… … Dictionary of Greek
προσικνούμαι — έομαι, Α 1. προσέρχομαι, φθάνω («δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ ἧπαρ προσικνεῑται», Αισχύλ.) 2. φθάνω μέχρι... («τόξῳ γὰρ οὔτις πημάτων προσίξεται», Αισχύλ.) 3. πλησιάζω ως ικέτης («προσίζομαι μεσόμφαλον θ ἵδρυμα Λοξίου πέδον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek